Τι εννοούμε με τον όρο διγλωσσία;
Με τον όρο διγλωσσία αναφερόμαστε στην κατάκτηση και χρήση δύο γλωσσών, που γίνεται παράλληλα κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων ανάπτυξης του παιδιού (έως και 6 ετών) κατά το οποίο το παιδί αναπτύσσει το λόγο του.
Από τα διάφορα είδη διγλωσσίας ξεχωρίζουν τα εξής τρία:
1. Η προσληπτική διγλωσσία. Σε αυτό το είδος της διγλωσσίας τα άτομα έχουν την δυνατότητα να κατανοήσουν την δεύτερη γλώσσα, χωρίς όμως να μπορούν να παράγουν γραπτό ή προφορικό λόγο.
2. Η παθητική διγλωσσία. Αυτή η διγλωσσία δεν διαφέρει ιδιαίτερα από το πρώτο είδος. Η κύρια διαφορά τους είναι πως η δεύτερη δεν αναγνωρίζει την σημασία της αποκωδικοποίησης της γλώσσας, ενώ η πρώτη την αναγνωρίζει.
3. Η ενεργός ή παραγωγική διγλωσσία. Σε αυτό το είδος διγλωσσίας τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να παράγουν και να κατανοήσουν τον γραπτό και τον προφορικό λόγο της δεύτερης γλώσσας. Δηλαδή μπορούν να διαβάζουν, να γράφουν, να ακούν και να μιλάν στη δεύτερη τους γλώσσα.
Όπως ένα παιδί που χρησιμοποιεί μόνο μία γλώσσα έτσι και ένα παιδί που χρησιμοποιεί ταυτόχρονα δύο ή περισσότερες γλώσσες μπορεί να παρουσιάσει δυσκολία στον λόγο και στην ομιλία του, χωρίς όμως αυτό να είναι κανόνας – υπάρχουν δίγλωσσα παιδιά, που έχουν κατακτήσει σε τέτοιο βαθμό τις γλώσσες που χρησιμοποιούν ώστε δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες δυσκολίες.
Ποιοι είναι οι παράγοντες, που επηρεάζουν την κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας;
Διακρίνονται τρεις βασικές κατηγορίες παραγόντων επίδρασης στις διαδικασίες κατάκτησης μιας δεύτερης γλώσσας που είναι : α) Οι γλωσσικοί παράγοντες , β) Οι ατομικοί παράγοντες και γ) Οι κοινωνικοί παράγοντες.
Η ιδανικότερη ηλικία για απόκτηση της δεύτερης γλώσσας, είναι πριν την ηλικία των 3 ετών. Η αποθήκευση των πληροφοριών πριν την ηλικία των 3 ετών είναι απεριόριστη και διατηρείται από την διαδικαστική μνήμη, αφού σε αυτή την ηλικία έχει την ικανότητα να μαθαίνει πιο εύκολα και να επεξεργάζεται με μεγαλύτερη ευκολία τα ερεθίσματα που λαμβάνει.
Τι δυσκολίες μπορεί να αντιμετωπίσει ένα δίγλωσσο παιδί
Οι δυσκολίες, που μπορεί να αντιμετωπίσει ένα δίγλωσσο παιδί είναι οι εξής:
- Φωνολογικά λάθη (κάποια φωνήματα μπορεί να μην υπάρχουν σε κάποιες γλώσσες)
- Λάθη στη γραμματική και στο συντακτικό: Το παιδί ίσως δυσκολεύεται στο να χρησιμοποιεί σωστά τους χρόνους (“Χθες πάω γιαγιά”) ή να παρουσιάζει δυσκολία στις καταλήξεις των λέξεων (“Το παιδί πάω βόλτες”) ή πολύ πιθανών να μην καταφέρνει να διαχωρίσει τα τρία γένη (“τα κοπέλες, το σκύλος”).
- Χρήση λέξεων και από τις δύο γλώσσες κατά τη διάρκεια της ομιλίας
- Φτωχό λεξιλόγιο στην μία από τις 2 γλώσσες: Το παιδί περιγράφει τη λέξη που θέλει αντί να την εκφράσει με μια λέξη, π.χ. αντί για πιάτο λέει εκείνο το στρογγυλό που βάζουμε φαγητό.
Πώς μπορεί να βοηθήσει ένας λογοθεραπευτής;
Όταν ένα δίγλωσσο παιδί δυσκολεύεται στην ομιλία και στον λόγο του, οι γονείς είναι απαραίτητο να απευθυνθούν σε έναν λογοθεραπευτή. Στόχος του λογοθεραπευτή είναι να μπορέσει να κατανοήσει αν το παιδί έχει γλωσσική υστέρηση, ή αν απλά παρουσιάζει γλωσσικές αναπτυξιακές λειτουργίες όπως αναμένονται με βάση την περιγραφή των δίγλωσσων ομιλητών.
Σύμφωνα με το αποτέλεσμα της αξιολόγησης θα πρέπει να δοθεί θεραπεία για τη γλωσσική υστέρηση ή διδαχή για τη γλωσσολογική πλευρά του λόγου που δεν έχει κατακτηθεί.
Εάν το παιδί έχει καθυστέρηση λόγου προτείνεται στους γονείς να διακόψουν για ένα χρονικό διάστημα τη χρήση της μιας γλώσσας και να ενισχυθεί σε μεγαλύτερο βαθμό η κατάκτηση της γλώσσας που χρησιμοποιείται στην κοινωνία όπου μεγαλώνει το παιδί.
Το ακριβές γλωσσικό ιστορικό του παιδιού που θα δοθεί από τους γονείς στον λογοθεραπευτή θα πρέπει να παρέχει ακριβείς πληροφορίες για την ηλικία εκμάθησης της δεύτερης γλώσσας, τη σειρά και τον τρόπο κατάκτησης της 1ης και της 2ηςγλώσσας, το πολιτιστικό περιβάλλον, τη γλωσσική σχέση μεταξύ των γλωσσών του δίγλωσσου και το χρόνο και την έκθεση του παιδιού σε κάθε γλώσσα.