Το παιχνίδι αποτελεί μια βασική δραστηριότητα στη ζωή του παιδιού. Παίζει καθοριστικό ρόλο στη σωματική, την ψυχοσυναισθηματική, την κοινωνική και τη γνωστική του ανάπτυξη. Μέσα από το παιχνίδι το παιδί έχει την δυνατότητα να δράσει ελεύθερα, να ζήσει σε ένα κόσμο φανταστικό που μπορεί να εξουσιάσει, να εκφράσει τα συναισθήματα του, να μάθει τον εαυτό του και τους ανθρώπους γύρω του να εξερευνήσει το περιβάλλον του.
Πιο συγκεκριμένα, το παιχνίδι συμβάλλει στη σωματική ανάπτυξη του παιδιού. Για να μιλήσουμε με ιατρικούς όρους – μπορεί να πεισθείτε πιο εύκολα (!) – με το παιχνίδι η κυκλοφορία του αίματος γίνεται ταχύτερη και ο μεταβολισμός πληρέστερος. Ταυτόχρονα, ενδυναμώνεται το νευρικό σύστημα, ασκείται ο οργανισμός του παιδιού και τελειοποιούνται τα μέλη του σώματος. Βελτιώνεται η μυϊκή δύναμη, η ευκαμψία των αρθρώσεων και του σώματος, η ευλυγισία, η ακρίβεια και η χάρη των κινήσεων, η επιδεξιότητα, η αντοχή στην κόπωση, η ισορροπία κλπ.
Μια από τις πρώιμες μορφές του παιχνιδιού είναι εκείνη που διαδραματίζεται κατά τη βρεφική ηλικία. Σ’ αυτή την ηλικία το παιχνίδι στηρίζεται στην παρατήρηση διαφόρων παιχνιδιών και αντικειμένων που τοποθετούν οι γονείς πάνω από την κούνια του όπως : πολύχρωμα μαλακά ζωάκια που βγάζουν διάφορους ήχους, μουσικά παιχνίδια, κουδουνίστρες, κ.α. Η παρατήρηση αυτή το βοηθά να οξύνει την αντίληψη του καθώς απομνημονεύει τα χρώματα, τα σχήματα κ.α. Επίσης το παιδί στη βρεφική ηλικία απολαμβάνει το ονομαζόμενο «κινητικό παιχνίδι», στο οποίο χρησιμοποιεί το σώμα του προκειμένου να ανακαλύψει τον κόσμο γύρω του (όπως μπουσούλημα, περπάτημα, σκαρφάλωμα κ.α ). Ένα παιχνίδι που γοητεύει ιδιαίτερα τόσο παιδί όσο και τους γονείς είναι το κρυφτό («κου–κου τσα»).
Μέσα από αυτό το παιχνίδι ενισχύεται η σχέση του βρέφους με τη μητέρα, τον πατέρα και γενικότερα με το οικογενειακό του περιβάλλον, το βοηθά να αναπτύξει την αίσθηση του χιούμορ καθώς και να αποκτήσει την αίσθηση μονιμότητας των αντικειμένων (αρχίζει να κατανοεί ότι παρόλο που τα αντικείμενα δεν τα βλέπει αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν).
Στη νηπιακή ηλικία αναπτύσσεται η γλωσσική ικανότητα του παιδιού και αυτό έχει ως συνέπεια το παιδί να μεταβιβάζει στα διάφορα αντικείμενα τα συναισθήματα του. Το νήπιο αρχίζει να χρησιμοποιεί τα διάφορα αντικείμενα όχι μόνο με τη συμβατική τους (π.χ χτενίζεται με τη χτένα )χρήση αλλά και συμβολικά(π.χ προσποιείται ότι πίνει νερό από μια άδειο ποτήρι), δίνοντας τους διαφορετική υπόσταση και προσαρμόζοντας τα στις δικές του ιδέες και ανάγκες.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία αναπτύσσεται το λεγόμενο «συμβολικό παιχνίδι» μέσα από το οποίο το νήπιο αναλαμβάνει διάφορους ρόλους και συμπεριφορές που έχει καταγράψει από το περιβάλλον του, μπορεί να εκφράσει τις επιθυμίες του, να ξεπεράσει τους φόβους του κ.α.
Το συμβολικό παιχνίδι είναι ιδιαίτερα πολύτιμο διότι διεγείρει και ικανοποιεί τόσο τις νοητικές όσο και τις συναισθηματικές ανάγκες του.
Στη σχολική ηλικία υποχωρεί το ατομικό παιχνίδι και σταδιακά αντικαθιστάται από το ομαδικό παιχνίδι. Μέσω του ομαδικού παιχνιδιού το παιδί το μαθαίνει να συνυπάρχει αρμονικά με τους άλλους και να βρίσκει τρόπους επίλυσης των διαφορών συγκρούσεων που μπορούν να προκύψουν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Κατά την περίοδο αυτή κυριαρχεί το παιχνίδι κανόνων. Αυτό το είδος παιχνιδιού συνήθως αναφέρεται σε παιχνίδια με συγκεκριμένη δομή, οργάνωση και οριοθετημένους κανόνες οι οποίοι είναι δυνατόν να ανακοινωθούν σε άλλους.
Οι κανόνες πρέπει να γίνονται αποδεκτοί και να τηρούνται από τους συμμετέχοντες, ενώ η μη αποδοχή και τήρηση τους οδηγεί σε κάποια «ποινή». Τα παιχνίδια αυτά βοηθούν το παιδί να διαμορφώσει και να αναπτύξει τις ηθικές του αξίες (π.χ πρέπει να περιμένει τη σειρά του για να μπορεί να παίξει, μαθαίνει να δέχεται την ήττα και τη νίκη κ.α).
Επίσης, το παιχνίδι πολλές φορές λειτουργεί λυτρωτικά σε καταστάσεις της καθημερινότητάς του που το φορτίζουν με στρες, ένταση, θυμό.
Άλλες φορές το παιχνίδι θεωρείται χαμένος χρόνος από τους δασκάλους, τους καθηγητές ή τους γονείς. Στην πραγματικότητα είναι αναπόσπαστο και απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη και τη ζωή του παιδιού. Μάλιστα, η απουσία του παιχνιδιού από τη ζωή του παιδιού, θα μπορούσε να συνδεθεί με φτωχές κινητικές δεξιότητες, χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, μειωμένη ικανότητα διαχείρισης στρεσογόνων καταστάσεων, μειωμένες κοινωνικές δεξιότητες, οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε δυσκολίες στη διαχείριση κοινωνικών καταστάσεων, επίλυση συγκρούσεων, θέματα διαφορετικότητας, θέματα αυτοεκτίμησης, θέματα αποτυχίας κλπ.
Έτσι, λοιπόν, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι όχι απλά να επιτρέψουμε στο παιδί να παίζει, αλλά να αφήσουμε τη μαγεία του παιχνιδιού να μας συνεπάρει. Να ζηλέψουμε και να μάθουμε από την απόλαυση και τη λαχτάρα που έχουν τα παιδιά για το παιχνίδι!