Είναι το παιδί μου υπερκινητικό ή απλά ζωηρό;
Eνώ η κινητικότητα είναι φυσιολογική και μειώνεται καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, η υπερκινητικότητα είναι μια διαφορετική κατάσταση. Ως υπερκινητικότητα χαρακτηρίζεται η έντονη και άσκοπη κινητική δραστηριότητα (συνήθως εμφανίζεται μαζί με την παρορμητικότητα και την αδυναμία αυτοελέγχου). Στην δεύτερη λοιπόν περίπτωση μιλάμε για τη ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής & Υπερκινητικότητα). Ας μη ξεχνάμε ότι θα πρέπει απαραίτητα να υπολογίζονται όλα με βάση τη χρονολογική ηλικία του παιδιού.
Αν και τα ακριβή αίτια της διαταραχής δεν έχουν εξακριβωθεί, η πλειονότητα των ερευνών αποδίδουν τη ΔΕΠ-Υ σε νευρολογικής ή γενετικής φύσης αίτια. Να τονίσουμε ότι η ΔΕΠ-Υ δεν είναι αποτέλεσμα μειωμένης νοημοσύνης, συναισθηματικής διαταραχής, ανευθυνότητας ή έλλειψης κινήτρων. Οι Hallowell & Ratey,(2003) αναφέρουν τα ακόλουθα 8 κριτήρια τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηρίζουν παιδιά με ΔΕΠ-Υ. Ωστόσο σημειώνουν ότι τα παρακάτω χαρακτηριστικά θα πρέπει να έχουν διάρκεια εμφάνισης τουλάχιστον 6 μηνών και να είναι παρόντα τουλάχιστον 8 από τα παρακάτω:
- Παίζει συχνά και νευρικά τα χέρια και τα πόδια του ή κάνει συνεχή ανακαθίσματα και συστροφές στο κάθισμα.
- Έχει δυσκολία στο να παραμείνει ήσυχο στο κάθισμά του όταν είναι απαραίτητο.
- Διασπάται εύκολα η προσοχή του από εξωτερικά ερεθίσματα.
- Έχει δυσκολία στο να περιμένει τη σειρά του σε παιχνίδια ή σε ομαδικές δραστηριότητες.
- Δίνει βιαστικά απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν έχουν ολοκληρωθεί.
- Δυσκολεύεται να ακολουθήσει οδηγίες.
- Δυσκολεύεται να διατηρήσει εστιασμένη την προσοχή του σε ασχολίες ή παιχνίδια.
- Μεταπηδά συχνά από μια ανολοκλήρωτη δραστηριότητα σε μιαν άλλη.
- Έχει δυσκολία στο να παίξει ήρεμα και αθόρυβα.
- Εμφανίζει συχνά ακατάσχετη λογοδιάρροια.
- Διακόπτει συχνά ή κάνει απρόσκλητες παρεμβάσεις όταν μιλούν άλλοι.
- Συχνά δείχνει να μην ακούει αυτά που του λένε.
- Χάνει συχνά πράγματα που είναι απαραίτητα για σχολικές ή οικιακές δραστηριότητες.
- Εμπλέκεται συχνά σε ριψοκίνδυνες δραστηριότητες χωρίς να λάβει υπόψη τις πιθανές συνέπειες.
Ας δούμε τώρα κάποιες διαφορές ανάμεσα σε ένα απείθαρχο παιδί και σε ένα παιδί με ΔΕΠΥ.
Το απείθαρχο παιδί παραβλέπει συνειδητά τους κανόνες (σηκώνεται από το θρανίο μέσα στο μάθημα με σκοπό να τραβήξει την προσοχή). Αντίθετα, το υπερκινητικό παιδί θα σηκωθεί από τη θέση του γιατί δεν μπορεί να καθίσει ακίνητο πολλή ώρα.
Το απείθαρχο παιδί αποσκοπεί πάντα σε κάτι όταν είναι άτακτο ή σε ένταση (θέλει να περάσει το δικό του, θέλει να δείξει την αντίθεσή του με μία απόφαση σας κ.α). Αντίθετα, αυτό που χαρακτηρίζει το υπερκινητικό παιδί είναι πως παρουσιάζει μια έντονη κινητική δραστηριότητα, η οποία είναι άσκοπη. Δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο στόχο.
Το απείθαρχο παιδί όταν πετύχει το σκοπό του (π.χ. να διακόψει το διάβασμα για να φάει ένα γλυκό), είναι μετά σε θέση να λειτουργήσει οργανωμένα και συγκεντρωμένα. Από την άλλη, το υπερκινητικό παιδί παραμένει σε ένταση και παρουσιάζει υπερβολική κινητική δραστηριότητα σε όλα τα πλαίσια και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο διαχωρισμό του απείθαρχου και του υπερκινητικού παιδιού σε σχέση με τη συμπεριφορά.Το απείθαρχο παιδί μπορεί να είναι δύσκολο στη διαχείριση και την επικοινωνία με τους γονείς και αυτό οφείλεται συνήθως στην αδυναμία των γονιών να οριοθετήσουν τη συμπεριφορά του αλλά και στην ιδιοσυγκρασία του παιδιού.
Τα προβλήματα συμπεριφοράς στο υπερκινητικό παιδί μπορεί να είναι πιο βαθιά και δημιουργούνται γιατί ενώ το παιδί αισθάνεται ότι δε μπορεί να πειθαρχήσει στον εαυτό του, παρόλα αυτά τιμωρείται ως άτακτο και «κακό». Σαν αποτέλεσμα το παιδί μπορεί να εμφανίζει εκρήξεις θυμού και άρνηση περιστάσεων που είναι πιθανό να δεχτεί παρατηρήσεις, όπως το σχολείο.
Αν υπάρχουν κάποιες ενδείξεις υπερβολικής κινητικότητας σε κάποιο παιδί, είναι σκόπιμο να ελεγχθεί σε μικρή ηλικία (π.χ. πρώτες τάξεις δημοτικού), ώστε να μπορέσει να υπάρξει θεραπεία και αποκατάσταση.Αρχικά προέχει η αναγνώριση των συμπτωμάτων της υπερκινητικής διαταραχής από γονείς και δασκάλους.
Δίνονται ερωτηματολόγια και λίστες συμπτωμάτων που βοηθούν στο διαχωρισμό του προβλήματος από άλλες δυσκολίες.Η φυσική εξέταση του παιδιού είναι απαραίτητη, για να αποκλεισθούν οργανικές ασθένειες. Με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων ζητούνται πληροφορίες από τους δασκάλους και γίνεται μαθησιακή και νοητική εκτίμηση.
Τα παιδιά πρέπει να αξιολογούνται και να παρακολουθούνται από ειδικούς ψυχικής υγείας (παιδοψυχίατρο, παιδοψυχολόγο). Η αξιολόγηση περιλαμβάνει την εκτίμηση πολλών παραγόντων, βιολογικών, ψυχολογικών, κοινωνικών και πολιτισμικών που αλληλεπιδρούν και προκαλούν προβλήματα στο παιδί.Η αποτελεσματική αξιολόγηση στηρίζεται στη δημιουργία και διατήρηση στενής σχέσης συνεργασίας μεταξύ γονέων, δασκάλων και ειδικών ψυχικής υγείας. Η εξέλιξη του παιδιού περιορίζεται, αν οι γονείς δεν είναι συνεργάτες, δεδομένου ότι γνωρίζουν το παιδί τους καλύτερα από τον καθένα.
